περιχύνω — περιχύνω, περιέχυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιχύνω — περίχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος 1. βρέχω κάτι ραντίζοντας το με νερό, περιβρέχω, καταβρέχω: Του κάνανε καντάδα νυχτερινή κι εκείνος τους περίχυσε με νερό. 2. περιχύνομαι ρίχνω πάνω μου υγρό (νερό, φαγητό κτλ.), λερώνομαι: Περιχύθηκες με μελάνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] … Dictionary of Greek
ακρόπαστος — ον (α) ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek
επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
επικατασπένδω — ἐπικατασπένδω (Α) [κατασπένδω] περιχύνω υγρό ως σπονδή, ως θυσία … Dictionary of Greek
καταχύνω — (Α καταχύννω, Μ καταχύνω) χύνω κάτω, χύνω άφθονα πάνω σε κάτι κάποιο υγρό νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) βρέχω κάποιον ή κάτι με άφθονο νερό, καταβρέχω 2. περιχύνω μσν. σκορπίζω, ρίχνω κάτω … Dictionary of Greek
λιοπερίχυτος — η, ο ηλιόλουστος, ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + περιχύνω] … Dictionary of Greek